Με αφορμή την επίθεση εναντίον του Υπουργού Υγείας κ. Άδωνη Γεωργιάδη μας έρχεται στο νου ένα από τα πιο πολυχρησιμοποιημένα τσιτάτα των τελευταίων χρόνων «Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται». Έχουν όμως αναλογιστεί αυτοί που το χρησιμοποιούν και το ενδεχόμενο της λεγόμενης «δομικής» βίας από το κράτος προς τους πολίτες;
Είναι αλήθεια ότι ο όρος δομική βία είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν κάποια κριτήρια για τη διαπίστωση του εάν υφίσταται σε μία συγκεκριμένη κρατική δομή ή όχι. Ο όρος δομική βία πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Johan Galtung για να περιγράψει «[...] τις κοινωνικές δομές – οικονομικές, πολιτικές, νομικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές – που εμποδίζουν άτομα, ομάδες ή κοινωνίες να προσφέρουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους [...]»
Αυτός ο ορισμός έχει χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων και από τον ιατρό και ανθρωπολόγο Paul Farmer για να περιγράψει δομές στο χώρο της υγείας που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν προς το χειρότερο την ανάπτυξη ασθενειών. Ο Farmer στηρίζει την επιχειρηματολογία του στον ορισμό των Οικονομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δίνοντας χαρακτήρα νομικής υποχρέωσης στην εκρίζωση δομών βίας από το κράτος.
Ας δούμε τώρα κάποια παραδείγματα πρόσφατων πολιτικών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, για να διαπιστώσουμε κατά πόσο οι χρήστες υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα υφίστανται βία στα πλαίσια της δομής αυτής.
Παράδειγμα 1ο: Η επαναφορά της διάταξης Λοβέρδου για τις λοιμώδεις νόσους. Ακόμα και κάποιος που δεν γνωρίζει βασικές αρχές της κοινωνικής ιατρικής μπορεί να παραδεχτεί ότι η συγκεκριμένη πολιτική έχει ως σκοπό την στοχοποίηση περιθωριοποιημένων ομάδων. Συν τοις άλλοις, αντιβαίνει των κανόνων ιατρικής ηθικής, που ορίζουν το δικαίωμα του ασθενή στο απόρρητο και στην προσφορά θεραπείας ανεξαρτήτως φύλου, ιθαγένειας, φρονήματος, επαγγέλματος κλπ. Μία γρήγορη σύγκριση με τον παραπάνω παρατεθειμένο ορισμό της δομικής βίας μας δείχνει ότι η επαναφορά της συγκεκριμένης διάταξης δημιουργεί μία κοινωνική δομή που αντί να περιθάλπτει τους αδύναμους, τους εμποδίζει πρακτικά την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, και οδηγεί εν τέλει σε αυτό που υποτιθέμενα θέλει να αποτρέψει: μια «υγειονομική βόμβα». Η διεθνής κατακραυγή, συμπεριλαμβανομένου από επίσημες υγειονομικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έρχεται σε αντίθεση με τις πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού, σύμφωνα με τις οποίες «οι διεθνείς φορείς δεν έχουν καμία αρμοδιότητα για θέματα συνταγματικότητας στη λήψη αποφάσεων» καθώς οι χώρες-μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τις κατευθυντήριες γραμμές των κοινοτικών οργάνων.
Αν λάβουμε υπ’ όψη τα υψηλά ποσοστά ανασφάλιστων, οι οποίοι αναβάλλουν ή αποφεύγουν τη χρήση υπηρεσιών υγείας λόγω κόστους, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με άλλη μία περίπτωση βίαιου εξοστρακισμού μίας μερίδας του πληθυσμού
Παράδειγμα 2ο: Η υποβάθμιση νοσοκομείων και ειδικών θεραπευτηρίων σε Κέντρα Υγείας, που ανακοινώθηκε την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, εμποδίζει περαιτέρω την πρόσβαση σε υπηρεσίες και για μία ακόμη φορά στοχοποιεί τους αδύνατούς, μια και είναι χαρακτηριστικό ότι στα έξι υπό υποβάθμιση νοσοκομεία συμπεριλαμβάνονται ένα νοσοκομείο λοιμωδών νοσημάτων και το Ινστιτούτο Έρευνας Νοσημάτων Θώρακος Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας. Είναι διαπιστωμένη η αύξηση κρουσμάτων λοιμωδών ασθενειών στην Ελλάδα της κρίσης, μεταξύ των οποίων η ελονοσία και η φυματίωση.
Παραμένει αδιευκρίνιστο το πώς αναμένεται να αντιμετωπιστεί αυτή η πρωτοφανής, για αναπτυγμένη χώρα, αύξηση κρουσμάτων των ασθενειών αυτών. Άρα η υποβάθμιση εξειδικευμένων κέντρων για τη θεραπεία και πρόληψη αυτών των ασθενειών υπό αυτές τις συνθήκες κρίνεται παράλογη. Αν λάβουμε επίσης υπ’ όψη τα υψηλά ποσοστά ανασφάλιστων, οι οποίοι αναβάλλουν ή αποφεύγουν τη χρήση υπηρεσιών υγείας λόγω κόστους, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με άλλη μία περίπτωση βίαιου εξοστρακισμού μίας μερίδας του πληθυσμού από το Σύστημα Υγείας, καθώς συμπίπτουν πολλές φορές τα μέλη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και οι πάσχοντες από ορισμένες λοιμώδεις νόσους όπως ο HIV, η ελονοσία και η φυματίωση.
Παράδειγμα 3ο: Ίσως το πιο τρανταχτό αλλά και λιγότερο συζητημένο πρόβλημα του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα σήμερα είναι ο αποκλεισμός των ανασφάλιστων από τις υπηρεσίες υγείας. Δυστυχώς αυτό οφείλεται στην επιλεκτική ερμηνεία του τι σημαίνει ασφάλεια. Ασφάλεια λοιπόν δεν θα έπρεπε να είναι μια μεμονωμένη σχέση μεταξύ ασφαλιστικού φορέα και ασφαλιζόμενου, παρά η διαχείριση των εισφορών από το δημόσιο φορέα με τέτοιο τρόπο ώστε βασικές ανάγκες πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας να καλύπτονται για οποιονδήποτε και οποτεδήποτε. Με αυτό το σκεπτικό, και αγνοώντας τις αυθαιρεσίες της Τρόικας σχετικά με το ότι οι δαπάνες υγείας «πρέπει» να αποτελούν το 6% του ΑΕΠ (τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρώπη βρίσκεται στο 9%) θα έπρεπε να είναι δυνατή η παροχή τουλάχιστον ενός «βασικού πακέτου» υπηρεσιών και για τους ανασφάλιστους, μεταξύ των οποίων και πολλοί άνεργοι που μέχρι πρότινος πλήρωναν εισφορές κανονικά. Η άρνηση παροχής υπηρεσιών με βάση την ικανότητα πληρωμής δεν θα έπρεπε να αποτελεί ζήτημα για τον θεράποντα ιατρό, ο οποίος με το υπάρχον καθεστώς καλείται να υπηρετήσει μία δομή βίας η οποία αρνείται στου χρήστες των υπηρεσιών υγείας το δικαίωμα να «προσφέρουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους».
Είναι σίγουρο ότι βίαιες επιθέσεις εναντίον μη αρεστών Υπουργών δεν πετυχαίνουν κανένα στόχο, παρά νομιμοποιούν τη συνέχιση της βίαιης πολιτικής, καθώς η βία δεν προτείνει εναλλακτικές. Άρα η λύση στη δομική βία δεν είναι η βία κατά προσώπων, παρά η άσκηση πίεσης για τη δημιουργία ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που θα αξίζει τον τίτλο του.