Μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν και την αποπομπή του πρώτου από τη «μικρή Διεθνή» το καλοκαίρι του 1948, πρώτη προτεραιότητα για το ΚΚΕ έγινε η διαφύλαξη της ενότητας του ΔΣΕ από τις λιποταξίες και τα επεισόδια που υποκινούσαν στις τάξεις του σλαβόφωνου πληθυσμού οι φιλογιουγκοσλάβοι ΝΟΦίτες του Keramidziev, οι οποίοι στο εξής έκαναν ανοιχτά προπαγάνδα υπέρ των γιουγκοσλαβικών θέσεων στο Μακεδονικό, κατηγορώντας παράλληλα το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα για «προδοσία» των αγώνων του μακεδονικού λαού.
Υπό αυτές τις συνθήκες, συγκλήθηκε στις 30-31 Ιανουαρίου του 1949 η 5η Ολομέλεια του ΚΚΕ, στην οποία η ελληνική κομμουνιστική ηγεσία, επιχειρώντας να αμφισβητήσει τον ηγεμονικό ρόλο της Γιουγκοσλαβίας στις μακεδονικές υποθέσεις και να ανυψώσει το ηθικό των σλαβόφωνων μαχητών του ΔΣΕ, εισήγαγε τη νέα της γραμμή: αυτοδιάθεση του «μακεδονικού λαού» και αναγνώριση του δικαιώματός του για εθνική αποκατάσταση εντός μιας λαϊκής δημοκρατικής βαλκανικής ομοσπονδίας. Η αναγνώριση, βέβαια, του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στους Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας, μέχρι και αυτού του αποχωρισμού, από την 5η Ολομέλεια δεν συνεπαγόταν και αυτόματη δέσμευση του ΚΚΕ να ταχτεί υπέρ του αποχωρισμού ελληνικών εδαφών, εάν και όταν ετίθετο κάποια στιγμή ένα τέτοιο θέμα.
Oι νέες αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας, αν και θεωρήθηκαν επιβεβλημένες εκείνο το χρονικό σημείο από άποψη «τακτικής», στρέφονταν κατάφορα εναντίον και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, αποκαλύπτοντας έτσι έναν καιροσκοπισμό
Το κατά πόσο, εξάλλου, οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της ελληνικής Μακεδονίας είχαν αναπτύξει ξεχωριστή «μακεδονική συνείδηση» (ό,τι και αν αυτό σήμαινε την εποχή εκείνη) ή αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως ακόμα ένα «πολύμορφο» τμήμα του ελληνικού έθνους ήταν πολύ συζητήσιμο. Αναμφισβήτητα, η σλαβόφωνη πλειοψηφία έμεινε πιστή στους δεσμούς της με τον ελληνισμό και, παρά τους ισχυρισμούς της σύγχρονης ιστοριογραφίας των Σκοπίων, πολέμησε τους σεπαρατιστές του NOF. Αυτό, ωστόσο, που προείχε σε εκείνο το χρονικό σημείο ήταν να διαψευσθούν με τον πιο ηχηρό τρόπο οι γιουγκοσλαβικές διαβολές περί προδοσίας των «Μακεδόνων», να σταματήσουν οι οργανωμένες λιποταξίες και να προβληθεί το ΚΚΕ και ο ΔΣΕ ως οι μόνες δυνάμεις που συνέχιζαν τον αγώνα του μακεδονικού λαού για αυτοδιάθεση σε αντίθεση με τον αντιδραστικό Τίτο.
Πέρα όμως από την αντιγιουγκοσλαβική τους αιχμή, οι νέες αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας, αν και θεωρήθηκαν επιβεβλημένες εκείνο το χρονικό σημείο από άποψη «τακτικής», στρέφονταν κατάφορα εναντίον και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, αποκαλύπτοντας έτσι έναν καιροσκοπισμό στον τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζε η τότε ηγεσία του ΚΚΕ ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα με διεθνείς προεκτάσεις, όπως το Μακεδονικό. Ο δυσμενής για τους έλληνες κομμουνιστές αντίκτυπος των θέσεών τους δεν άργησε να γίνει αισθητός. Γρήγορα το ΚΚΕ βρέθηκε στο στόχαστρο τόσο των υπολοίπων βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων όσο και της δεξιάς προπαγάνδας. Σε ό,τι αφορούσε τη δεύτερη, η είδηση για τη θέση της 5ης Ολομέλειας έδωσε περαιτέρω αφορμές για να καταγγελθεί το κομμουνιστικό κίνημα ως «ανθελληνικό» και «όργανο της σλαβικής προπαγάνδας» που αποσκοπούσε στο διαμελισμό της Ελλάδας.
Εορταστικό τεύχος της εφημερίδας της ελληνικής κοινότητας στο Μπούλκες στην
Γιουγκοσλαβία "Η Φωνή του Μπούλκες" για τα 30 χρόνια ίδρυσης του ΚΚΕ (ΑΣΚΙ).
Στην αντίπερα ιδεολογική όχθη, οι βούλγαροι κομμουνιστές δυσφόρησαν με τη νέα θέση του ΚΚΕ καθώς έβλεπαν ότι υπέθαλπε εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Βουλγαρίας, ενώ και η ίδια ΕΣΣΔ συνέστησε στο Ζαχαριάδη να μην ανακινούνται ζητήματα όπως το Μακεδονικό, ιδιαίτερα σε εποχές που το μέτωπο των λαϊκοδημοκρατικών καθεστώτων είχε δεχθεί ισχυρό πλήγμα μετά και την απομάκρυνση της Γιουγκοσλαβίας. Η ίδια η Γιουγκοσλαβία, από την πλευρά της, αντιμετώπισε τη στάση του ΚΚΕ ως αμφισβήτηση της επικυριαρχίας της στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και συνέχισε τις προσεκτικές της επαφές με τους Αγγλοαμερικάνους, οι οποίοι πλέον φαινόταν περισσότερο πρόθυμοι να προσφέρουν στον Τίτο ισχυρά οικονομικά πλεονεκτήματα, εφόσον αυτός συνέχιζε να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της ΕΣΣΔ και αναθεωρούσε την πολιτική του πάνω στο ελληνικό ζήτημα.
Οι επαφές αυτές έδωσαν γρήγορα καρπούς. Τον Μάιο του 1949 ο Τίτο δεσμεύτηκε εμπιστευτικά στον πρώην επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία και προσωπικό του φίλο, Fitzroy Maclean, πως στο μέλλον η Γιουγκοσλαβία δε θα επέτρεπε πλέον στους αντάρτες πρόσφυγες από την Ελλάδα να γυρίσουν πίσω στον ΔΣΕ, ούτε θα έδινε άλλη βοήθεια στο ΚΚΕ. Στις 11 Ιουλίου 1949 ο Τίτο ανακοίνωσε το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων με την πρόφαση ότι ήθελε να προστατέψει την αξιοπιστία της χώρας του, ύστερα από καταγγελίες ότι στις 5 Ιουλίου 1949 σώματα του Εθνικού Στρατού διέσχισαν γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησαν πισώπλατα τους αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν.
Η απεμπλοκή του Τίτο από τον αγώνα του ΔΣΕ χαρακτηρίστηκε από το Ζαχαριάδη «πισώπλατη μαχαιριά» και θεωρήθηκε από την επίσημη γραμμή του κόμματος ως ο αποφασιστικός παράγοντας της τελικής ήττας. Ωστόσο, το ΚΚΕ δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε εκείνο το σημείο ότι οι διεθνείς συσχετισμοί είχαν πλέον διαμορφωθεί σε βάρος του, και ότι η όποια βοήθεια και να ερχόταν είτε από τον Τίτο είτε από αλλού δεν θα ήταν σε θέση να ανατρέψει το τελικό αποτέλεσμα. Η αποτυχία των ανταρτών να κατακτήσουν και να κρατήσουν ένα σημαντικό αστικό κέντρο στη Β. Ελλάδα είχε μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες για διεθνή αναγνώριση της «ορεινής κυβέρνησής» τους, ακόμα και από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Τίτο και Τσώρτσιλ την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου.
Επίσης, από τον Απρίλιο του 1949 η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας την εντύπωση πως η Κομινφόρμ θα αξιοποιούσε αργά ή γρήγορα την απόφαση της 5ης Ολομέλειας του ΚΚΕ για να ανακηρύξει ένα «μακεδονικό κράτος» στη Βαλκανική ως μέσο πίεσης στη Γιουγκοσλαβία, είχε υποβάλλει μνημόνιο στις δυτικές Δυνάμεις, στο οποίο πρότεινε μια κοινή στρατιωτική επέμβαση στην Αλβανία, ούτως ώστε να παρεμποδιστεί το μακεδονικό σχέδιο αφενός και να διακοπεί ο ανεφοδιασμός του ΔΣΕ από το αλβανικό κράτος αφετέρου. Η ΕΣΣΔ, τότε, βλέποντας ότι η προσπάθεια διατήρησης οποιασδήποτε επιρροής της στην Ελλάδα όχι μόνο φαινόταν να αποτυγχάνει αλλά και να υπονομεύει μία σημαντική σφαίρα επιρροής της στα Βαλκάνια και την Αδριατική, την Αλβανία, ζήτησε από το ΚΚΕ την παύση των εχθροπραξιών μέχρι το τέλος Μαΐου 1949, ενώ παράλληλα μέσω της αντιπροσωπείας της στον ΟΗΕ ζήτησε διεθνή μεσολάβηση για ειρήνευση στην περιοχή. Ωστόσο, οι πολύ καλύτερα οπλισμένες και τακτικά αναβαθμισμένες κυβερνητικές δυνάμεις ήδη προετοιμάζονταν με τις ευλογίες των ΗΠΑ για το τελειωτικό τους χτύπημα εναντίον των ανταρτών, το οποίο και δόθηκε στις μάχες Γράμμου-Βίτσι τον Αύγουστο του 1949.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε πως το ΚΚΕ, έχοντας μεγάλη ανάγκη να αξιοποιήσει το πλέγμα των μεταπολεμικών διαβαλκανικών σχέσεων προς όφελος του ένοπλου αγώνα του, ενεπλάκη εντέλει σε ζητήματα ευρύτερων βαλκανικών αντιπαλοτήτων, τα οποία, όπως διαμορφώνονταν στο νέο ψυχροπολεμικό περιβάλλον, υπερέβαιναν κατά πολύ τους σχεδιασμούς και τις ικανότητές του. Η μάλλον οπορτουνιστική διαχείριση του Μακεδονικού Ζητήματος από την τότε ηγεσία του κόμματος την περίοδο του Εμφυλίου αποτελεί, παρά τα όποια ελαφρυντικά (γιουγκοσλαβική εξάρτηση κ.λπ.), την πλέον χαρακτηριστική επιβεβαίωση αυτής της άποψης.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
- Βασίλης Κόντης-Σπυρίδων Σφέτας (επιμ.), Εμφύλιος Πόλεμος. Έγγραφα από τα γιουγκοσλαβικά και βουλγαρικά αρχεία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2000
- Δόμνα Κόφφα, «Η γιουγκοσλαβική παράμετρος στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο», στο Έψιλον Ιστορικά: Εμφύλιος Πόλεμος. Εξήντα χρόνια από τη λήξη του, 2009, σσ. 97-112
- Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Τα πρόσωπα του Ιανού: Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1947-1949), Πατάκης, Αθήνα 2007
- Νίκος Μαραντζίδης-Κώστας Τσίβος, Ο ελληνικός εμφύλιος και το διεθνές κομμουνιστικό σύστημα. Το ΚΚΕ μέσα από τα τσεχικά αρχεία (1946-1968), Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2012
- Σπυρίδων Σφέτας, Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2001
- Evangelos Kofos, Nationalism & Communism in Macedonia, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1964
- Lars Baerentzen-Γιάννης Ιατρίδης-Ole Smith (επιμ), Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο, Ολκός, Αθήνα, 2002