ΚΚΕ και γιουγκοσλαβική στρατηγική στον Ελληνικό Εμφύλιο

13.02.2014
  • Γραμματοσειρά
    - +
    K2_DOUBLE_INCREASE_FONT_SIZE
Μπροζ Τίτο και Νίκος Ζαχαριάδης(αριστερά) στον Εμφύλιο
Μπροζ Τίτο και Νίκος Ζαχαριάδης(αριστερά) στον Εμφύλιο
Από το πρελούδιο του εμφυλίου πολέμου, που ξεκίνησε με την Συμφωνία της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1945 μέχρι τη λήξη των αιματηρών συγκρούσεων τον Αύγουστο του 1949, το πλέγμα των διαβαλκανικών σχέσεων με φόντο την Ελλάδα εκείνης της περιόδου υπήρξε ιδιαίτερα πολύπλοκο. Πρόσφατες μελέτες έχουν αναδείξει τη στενή συνεργασία που επιδίωξε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος με τις Λαϊκές Δημοκρατίες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, προκειμένου να οργανώσει και να διατηρήσει ζωντανό τον ένοπλο αγώνα του για τη διεκδίκηση της εξουσίας.

 

 

 

Από όλα τα βαλκανικά κράτη που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ενεπλάκησαν στο ελληνικό ζήτημα την περίοδο 1946-1949, το ενδιαφέρον μας σε αυτή τη σύντομη επισκόπηση θα επικεντρωθεί περισσότερο στην τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, στο ρόλο που αυτή διαδραμάτισε στην εξέλιξη των συγκρούσεων καθώς και την άμεση συνάρτηση που είχε η πολιτική της με την στρατηγική που εφάρμοσε το ΚΚΕ σε σχέση με το Μακεδονικό Ζήτημα.

 

Τόσο το ελληνικό όσο κι το γιουγκοσλαβικό κόμμα δεν περίμεναν το ξέσπασμα του Εμφυλίου για να έρθουν σε συνεργασία. Ήδη από το 1943 οι επαφές μεταξύ τους είχαν αποκατασταθεί, με το ΚΚΕ να εγκαθιστά μόνιμο σύνδεσμο στο στρατηγείο του Τίτο. Με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ) είχε δημιουργηθεί και ενταχτεί ως ένοπλο τμήμα στον ΕΛΑΣ το Νοέμβριο του ίδιου έτος, το περιώνυμο SNOF (Slavjanomakedonski Narodno Osloboditelen Front - Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), το οποίο αντιμαχόταν τη διάδοση της βουλγαρικής φασιστικής προπαγάνδας στις τάξεις των Σλαβοφώνων της ελληνικής Μακεδονίας.

 

Γελοιογραφία της εποχής που σατιρίζει την υποταγή της ηγεσίας του ΚΚΕ στην 

πολιτική του σοβιετικού ηγέτη, Ιωσήφ Στάλιν(περ. Πόλεμος&Ιστορία)

 

 

Οι σχέσεις των δύο κομμάτων συνεχίστηκαν και μετά τα Δεκεμβριανά. Λίγο καιρό μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας το Βελιγράδι συγκατατέθηκε στη φιλοξενία της περιώνυμης ελληνικής κομμουνιστικής παροικίας στο χωριό Μπούλκες της Βοϊβοδίνας, στην οποία κατέφυγαν περίπου 3000 επίλεκτα στελέχη του ΚΚΕ με σκοπό να προστατευτούν αφενός από τις διώξεις των «λευκών τρομοκρατών» στην Ελλάδα και αφετέρου να προετοιμαστούν για τη νέα ένοπλη αναμέτρηση που με την πάροδο του χρόνου έμοιαζε αναπότρεπτη.

Βάσει των στοιχείων που έχουν προκύψει μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η γιουγκοσλαβική ηγεσία συνέδεε την παροχή βοήθειας στους αντάρτες με άμεσες εδαφικές παραχωρήσεις στην ελληνική Μακεδονία από το ΚΚΕ.

 

Πέρα από την πολιτική υποστήριξη των Σοβιετικών, η εξασφάλιση της γιουγκοσλαβικής βοήθειας σε πυρομαχικά, είδη ιματισμού, τρόφιμα και υγειονομικά υλικά ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τον Ζαχαριάδη προκειμένου να αρχίσει τον ένοπλο αγώνα το 1946. Η ανοιχτή ελληνο-γιουγκοσλαβική μεθόριος αποτέλεσε την περίοδο του εμφυλίου το ζωτικότερο δίαυλο ανεφοδιασμού και επικοινωνίας του Δημοκρατικού Στρατού με τον υπόλοιπο κομμουνιστικό κόσμο. Επίσης, τραυματίες του Δημοκρατικού Στρατού περιθάλπονταν σε νοσοκομεία της Γιουγκοσλαβίας, ενώ από γιουγκοσλαβικό έδαφος εξέπεμπε ο ραδιοφωνικός σταθμός των ανταρτών, «Ελεύθερη Ελλάδα».

 

Τα κίνητρα, βέβαια, της απλόχερης βοήθειας του Τίτο στον ΔΣΕ ήταν κάτι περισσότερο από μια έκφραση διεθνιστικής αλληλεγγύης. Όπως γνωρίζουμε, ο Τίτο, έχοντας ισχυροποιήσει τη θέση εντός και εκτός Γιουγκοσλαβίας, μετά από την καταλυτική του συμβολή του στον αντιφασιστικό αγώνα και τη διεθνή του καταξίωση, επιχειρούσε να καταστήσει τη χώρα του έναν δεύτερο κομμουνιστικό πόλο στα Βαλκάνια και, γι’ αυτό, ακολουθούσε μια ριψοκίνδυνη πολιτική ηγεμονισμού σε διάφορα γεωπολιτικά ζητήματα (Τεργέστη, προσάρτηση Αλβανίας, ίδρυση νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας).

  Πρέσπες, οι στρατηγοί Βαν Φλιτ και Γιατζής διαβάζουν την επιγραφή "Ζήτω ο στρατηγός Μάρκος και ο

Δημοκρατικός Στρατός" στα κυριλλικά στον τοίχο του αρχηγείου του ΔΣE

 

Βασικός άξονας της ηγεμονικής αυτής πολιτικής ήταν και το Μακεδονικό Ζήτημα. Πάνω σ’ αυτό, η Γιουγκοσλαβία υποστήριζε την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού στην ελληνική (και την βουλγαρική) Μακεδονία και ενδεχόμενη συνένωση του σε μια ομόσπονδη δημοκρατία εντός Γιουγκοσλαβίας. Βάσει των στοιχείων που έχουν προκύψει μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η γιουγκοσλαβική ηγεσία συνέδεε την παροχή βοήθειας στους αντάρτες με άμεσες εδαφικές παραχωρήσεις στην ελληνική Μακεδονία από το ΚΚΕ. Ανέμενε ωστόσο πως σε περίπτωση νίκης του Δημοκρατικού Στρατού θα μπορούσε να διαπραγματευτεί υπό καλύτερες προϋποθέσεις τις θέσεις της στο Μακεδονικό με το ΚΚΕ, το οποίο αν και αναγνώριζε «μακεδονική μειονότητα», δεν έκανε λόγο για αυτοδιάθεση και προέκρινε μια λύση του Μακεδονικού στο πλαίσιο της γενικής ισοτιμίας των μειονοτήτων εντός του ελληνικού χώρου.

 

Ωστόσο, ο πολιτικός αναβρασμός που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά τη Βάρκιζα έδωσε ακόμα μια ευκαιρία στους Γιουγκοσλάβους να αυξήσουν την πίεση προς το ΚΚΕ, όταν τον Απρίλιο του 1945 ίδρυσαν την οργάνωση NOF (Narodno Osloboditelen Front - Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), η οποία προωθούσε τη γιουγκοσλαβική λύση του Μακεδονικού (δικαίωμα αυτοδιάθεσης, συνένωση του «μακεδονικού λαού» εντός της Γιουγκοσλαβίας) σε αντιδιαστολή με την επίσημη γραμμή του ΚΚΕ (ισοτιμία των μειονοτήτων, και του «μακεδονικού λαού», σε μια ελληνική λαϊκή δημοκρατία). Όσο το ΚΚΕ σκεφτόταν μια ειρηνική επίλυση του ελληνικού πολιτειακού προβλήματος το 1945, οι σχέσεις του με το NOF ήταν ψυχρές έως εχθρικές. Όταν όμως η εμφύλια σύγκρουση κατέστη αναπότρεπτη και η υλική βοήθεια της

 

Μέλη της περιώνυμης SNOF (Slavjanomakedonski Narodno Osloboditelen Front - Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), το οποίο αντιμαχόταν τη διάδοση της βουλγαρικής φασιστικής προπαγάνδας στις τάξεις των Σλαβοφώνων της ελληνικής Μακεδονίας

 

Γιουγκοσλαβίας είχε κριθεί απαραίτητη για τον αγώνα των ελλήνων ανταρτών, οι σχέσεις ΚΚΕ και NOF εξομαλύνθηκαν, αν και απρόθυμα, με τη συμφωνία της 14ης Οκτωβρίου 1946, στην οποία προβλεπόταν η οργανική ένταξη του NOF στο ΔΣΕ και στους μηχανισμούς του ΚΚΕ. Η ένταξη όμως αυτή δεν συνεπαγόταν και παύση της προπαγάνδας. Η φιλογιουγκοσλαβική φράξια της οργάνωσης, με επικεφαλής τους Mihajlo Keramidziev και Vangel Ajanovski-Oce, συνέχιζε την προώθηση των γιουγκοσλαβικών αιτημάτων στην ελληνική Μακεδονία και προσπαθούσε να καλλιεργήσει σλαβομακεδονική συνείδηση στους Σλαβόφωνους  στρεφόμενο ανοιχτά εναντίον οποιασδήποτε συμπεριφοράς που πρόδιδε «γραικομανισμό» ή «φιλοβουλγαρισμό». Το ΚΚΕ από την πλευρά του δεν κατάφερε να τιθασεύσει αποτελεσματικά αυτές τις ενέργειες, καθώς βρισκόταν άμεσα εξαρτημένο από την υλικοστρατιωτική βοήθεια του Βελιγραδίου, ενώ ταυτόχρονα δεν επιθυμούσε επ’ ουδενί λόγω να παρεμποδιστεί η στρατολόγηση των Σλαβόφωνων, τους οποίους χρειαζόταν στην προσπάθειά του να εξοικονομήσει εφεδρείες για τις φιλόδοξες επιχειρήσεις του στη Β. Ελλάδα (π.χ. σχέδιο Λίμνες το 1947).

 

Μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν και την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ στις 28 Ιουνίου 1948, το ΚΚΕ, μένοντας πιστό στη σοβιετική γραμμή, βρέθηκε αντιμέτωπο με μια σειρά προβλημάτων. Οι επαφές με τη Γιουγκοσλαβία περιορίστηκαν και η βοήθεια του Βελιγραδίου μειώθηκε, για να σταματήσει τελείως με το οριστικό κλείσιμο των συνόρων τον Ιούλιο του 1949. Ένταση σημειώθηκε και στους κόλπους του NOF, με την ομάδα του Keramidziev να οργανώνει μαζικές λιποταξίες Σλαβόφωνων και να διαβάλλει τους έλληνες κομμουνιστές ότι πρόδωσαν τον αγώνα του «μακεδονικού λαού». Την ίδια εποχή έντονη κινητικότητα άρχισε να επιδεικνύει και η Βουλγαρία στο Μακεδονικό, θέτοντας ζήτημα βουλγαρικής μειονότητας στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ενώ η Κομινφόρμ επιδόθηκε, με τη σειρά της, σε μια εκστρατεία δυσφήμησης και ανατροπής του Τίτο εκμεταλλευόμενη τις εύθραυστες εθνικές ισορροπίες της Γιουγκοσλαβίας. Ως αντιστάθμισμα στις σοβιετικές πιέσεις, ο Τίτο ξεκίνησε ανεπίσημα μια σειρά επαφών με τις δυτικές Δυνάμεις με την προοπτική να εξασφαλίσει ένα μερίδιο του σχεδίου Μάρσαλ για να επιβιώσει.

 

 

 

 

Προτεινόμενες Πηγές:

  • Βασίλης Κόντης-Σπυρίδων Σφέτας (επιμ.), Εμφύλιος Πόλεμος. Έγγραφα από τα γιουγκοσλαβικά και βουλγαρικά αρχεία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2000
  • Δόμνα Κόφφα, «Η γιουγκοσλαβική παράμετρος στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο», στο Έψιλον Ιστορικά: Εμφύλιος Πόλεμος. Εξήντα χρόνια από τη λήξη του, 2009, σσ. 97-112
  • Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Τα πρόσωπα του Ιανού: Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1947-1949), Πατάκης, Αθήνα 2007
  • Νίκος Μαραντζίδης-Κώστας Τσίβος, Ο ελληνικός εμφύλιος και το διεθνές κομμουνιστικό σύστημα. Το ΚΚΕ μέσα από τα τσεχικά αρχεία (1946-1968), Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2012
  • Σπυρίδων Σφέτας, Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2001
  • Evangelos Kofos, Nationalism & Communism in Macedonia, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1964
  • Lars Baerentzen-Γιάννης Ιατρίδης-Ole Smith (επιμ), Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο, Ολκός, Αθήνα, 2002

Δώστε το σχόλιο σας ...