Οι συγκρίσεις πλούτου μεταξύ των πολιτών εντείνονται ακόμα πιο πολύ σε περιόδους οικονομικής κρίσεως και πολλές φορές σε βαθμό παραπλανητικό. Σε πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(ΕΚΤ), σχετικά με τον πλούτο των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, τέτοιες συγκρίσεις επεκτάθηκαν και σε επίπεδο κρατών.
Το πόρισμα της αμφισβητεί την κοινή αντίληψη περί της ευρωπαϊκής πραγματικότητας και καταλήγει πως οι Γερμανοί είναι φτωχότεροι από τους Κυπρίους ενώ οι Έλληνες και Ισπανοί τελικά δεν είναι σε τόσο δυσχερή θέση. Όπως αναμενόταν πηχυαίοι τίτλοι σχετικά με την ένδεια των Γερμανών εντός της Ε.Ε. κόσμησαν εφημερίδες σε όλη την Ευρώπη, ενισχύοντας τα στερεότυπα περί σώφρονος Βορρά και ακαταλόγιστου Νότου. Όπως, επίσης, αναμενόταν λίγη σημασία δόθηκε στις παραδοχές της ΕΚΤ πως κάποια στοιχεία είναι παρωχημένα και πως άλλα δεν ελήφθησαν καθόλου υπόψη, όπως π.χ. ο αριθμός των ατόμων εντός του εκάστοτε νοικοκυριού.
Οι Γερμανοί παρουσιάζονται εκ των φτωχότερων και οι Κύπριοι εκ των πλουσιοτέρων αφού η δημοσκόπηση επί 62,000 νοικοκυριών καταμετρά τον πλούτο, το εισόδημα και το χρέος ανά νοικοκυριό κι ως εκ τούτου μεγαλύτερες οικογένειες που ζουν κάτω από την ίδια στέγη να εμφανίζονται πλουσιότερες. Το αντίστοιχο στερεότυπο των Νοτιοευρωπαίων για τον Ευρωπαϊκό Βορρά θέλει τις οικογένειες τους μικρότερες, καθώς η ενηλικίωση των τέκνων συνεπάγεται και την -αναγκαστική ή μη-εγκατάλειψη της πατρικής εστίας.
Και παρά τον μέσο καθαρό πλούτο των €671.000 ανά κυπριακό νοικοκυριό, όσοι θεωρούν πλούσια τα νοικοκυριά μίας χώρας σε βαθιά ύφεση με ερειπωμένο τραπεζικό σύστημα δεν θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επίκαιροι ως αναγνώστες του παγκοσμίου Τύπου
Επίσης, χώρες με υψηλή ιδιοκατοίκηση άνω του 80% όπως η Ελλάδα και η Ισπανία φαίνονται πλουσιότερες από την Γερμανία, της οποίας το αντίστοιχο ποσοστό μετά βίας φτάνει το 50%. Επειδή οι δόσεις του στεγαστικού δανείου δεν εκπίπτουν από το φορολογητεό εισόδημα των Γερμανών, επιλέγουν με οικονομικά κριτήρια να ενοικιάζουν την κατοικία τους παρά να αποπληρώνουν δόσεις. Για την έρευνα όμως αυτό τους “φτωχοποιεί” περαιτέρω, καθώς αφαιρεί το ενοίκιο από τον πλούτο του γερμανικού νοικοκυριού. Μιλώντας ποσοτικά, ο μέσος καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στην Ισπανία είναι € 291.000, σε σύγκριση με 195.000 € για τη Γερμανία. Αλλά θα ήταν δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι η Ισπανία, με την επίσημη ανεργία να κυμαίνεται στο 26%, να είναι σε καλύτερη θέση από τη Γερμανία, με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι υποπενταπλάσιο. Και παρά τον μέσο καθαρό πλούτο των €671.000 ανά κυπριακό νοικοκυριό, όσοι θεωρούν πλούσια τα νοικοκυριά μίας χώρας σε βαθιά ύφεση με ερειπωμένο τραπεζικό σύστημα δεν θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επίκαιροι ως αναγνώστες του παγκοσμίου Τύπου.
Αυτό βέβαια μπορεί να ειπωθεί κάλλιστα και για τους εμπνευστές όλης της έρευνας, αφού οι συνεντεύξεις των νοικοκυριών ξεκίνησαν προ κρίσης το 2009, με αποτέλεσμα κάποια δεδομένα της έρευνας να αποτελούν σήμερα μία μάλλον γλυκόπικρη ανάμνηση για αυτούς που τα δήλωσαν τότε. Στοιχειώδης γνώση επί της γερμανικής πραγματικότητας επίσης δεν θα ήταν βλαπτική, αφού τα γερμανικά νοικοκυριά κατέχουν μικρότερο ποσοστό του εγχώριου πλούτου σε σχέση με τον γερμανικό δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, γεγονός που τους καθιστά ευτυχείς λήπτες ενός πιο ποιοτικού και αναβαθμισμένου φάσματος προϊόντων και υπηρεσιών από τους δύο στιβαρούς πυλώνες της γερμανικής οικονομίας. Αυτή η ανισοκατανομή του πλούτου εις βάρος των νοικοκυριών και υπέρ του δημοσίου τομέα και των επιχειρήσεων στην Γερμανία δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως υπολείπονται του πλούτου των υπολοίπων Ευρωπαίων. Με δεδομένη την αναπαραγωγή στερεοτύπων για τον Νότο της Ε.Ε. δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί ποιον εξυπηρετεί μία έρευνα με τέτοια πορίσματα από την ΕΚΤ.