Αριστείδης Χατζής: Ο Πρύτανης πρέπει να εφαρμόσει το νόμο. Ή κάνω λάθος; Θεωρείτε ότι ο Πρύτανης πρέπει να διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει ποιους νόμους θα εφαρμόσει; Δεν νομίζω να ισχυρίζεστε κάτι τέτοιο. Ας πάμε στην ουσία. Ο τρόπος που διάλεξε το Υπουργείο για την απογραφή δημιουργεί προβλήματα τεχνικής φύσεως και καθαρά πρακτικά. Επιπλέον υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις για τη νομιμότητα του τρόπου απογραφής και τους κινδύνους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Για όλα αυτά υπάρχει ένας τρόπος στο πλαίσιο του κράτους δικαίου: εφαρμογή του νόμου όπως ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων και προσφυγή στα δικαστήρια.
Παναγιώτης Γκλαβίνης: Εάν ήμουν πρύτανης, θα είχα φροντίσει πρώτον να προτείνω την συγχώνευση του Πανεπιστημίου μου με άλλα της περιφέρειάς μου στο πλαίσιο του ΑΘΗΝΑ, ώστε να εξοικονομηθούν περιττά λειτουργικά έξοδα, διότι δεν νοείται στην πτωχεύσασα Ελλάδα να υπάρχουν περισσότερα ΑΕΙ ανά περιφέρεια. Κανείς Πρύτανης δεν το έκανε, διότι όλοι τους συμπεριφέρθηκαν ως Λόρδοι Mountbatten. Η κυβερνώσα ΔΗΜΑΡ που τους κράτησε στη θέση τους, φέρει ακέραια την πολιτική ευθύνη. Δεύτερον θα είχα φροντίσει να συγχωνεύσω δομές και υπηρεσίες εντός του Πανεπιστημίου μου, γιατί δεν νοείται ένας χώρος να υφίσταται τέτοια κρίση και να θέλει να βγει από αυτήν αβρόχοις ποσί. Ποιος άλλος χώρος υπέστη τέτοια κρίση και δεν άλλαξε; Δε συγχωνεύτηκε, δεν έκλεισε, δεν ξανάνοιξε, δεν μετασχηματίστηκε; Μόνον εμείς δεν θέλουμε ν’ αλλάξουμε. Ούτε και η πρώην Σοβιετία ήθελε, ξέρετε. Με ποιανού λεφτά θα συντηρήσουμε όλες τις δομές που απλώσαμε προ κρίσης και στ’ όνομα ποιας αξίας θα πούμε στους ανέργους γονιούς των φοιτητών μας ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να μας τις χρηματοδοτούν;
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, εγώ θα απέγραφα πρώτα τον εαυτό μου, αγαπητοί συνάδελφοι. Ως αποτυχημένος διαχειριστής της κρίσης που χτύπησε και την δική μου πόρτα. Κανένα Σύνταγμα στον κόσμο δεν μπορεί να διατάξει την ανεργία να μειωθεί. Ο Δημόσιος τομέας που γνωρίζαμε, πέθανε
Τρίτον θα είχα φτιάξει νέο Οργανισμό στο ΑΕΙ μου, όπως μου επιβάλλεται να κάνω, συστηματικά, όμως, διαγκωνίζομαι με τους άλλους συναδέλφους μου ποιος θα πετάξει μακρύτερα την μπάλα στην κερκίδα και όλοι μαζί οργανώσαμε την συλλογική μας αντίσταση εκχωρώντας μια αρμοδιότητα που μας έδωσε ο νόμος σ’ ένα συνδικαλιστικό μας όργανο για να φτιάξει εκείνο ένα κοινό δήθεν σχέδιο, κρατώντας στο μεταξύ όμηρο την πανεπιστημιακή κοινότητα πίσω στο ΑΕΙ μου.
Τέταρτον θα είχα κάνει νέο οργανόγραμμα, νέες διαδικασίες, νέα καθηκοντολόγια, νέα πλάνα στελέχωσης των νέων θέσεων εργασίας μετά από αξιολόγηση του διαθέσιμου προσωπικού μου. Και αν υπήρχε πλεονάζον προσωπικό, θα πρότεινα τη μετακίνησή του, ώστε –αν είχε τα προσόντα– να πληρώσει τις κενές θέσεις μιας άλλης υπηρεσίας, που κι αυτή πρέπει να αναδιαρθρωθεί. Συλλογικά θα πρέπει να αναδιοργανώσουμε τη δημόσια διοίκηση, αποσπασματικά δεν θα καταφέρουμε τίποτε, εκτός ίσως από το να δώσουμε το παράδειγμα, όπως οφείλουμε τουλάχιστον εμείς οι Πανεπιστημιακοί αν θέλουμε το Πανεπιστήμιο να είναι μπροστά στην κοινωνία και να της δείξει αυτό τον δρόμο εξόδου από την κρίση. Συλλογικά, όμως, αποφασίσαμε να αντισταθούμε, πρώτοι και καλύτεροι εμείς, αντί να συνεργασθούμε για ν’ αλλάξουμε το Δημόσιο, μέρος του οποίου είμαστε κι εμείς.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, εγώ θα απέγραφα πρώτα τον εαυτό μου, αγαπητοί συνάδελφοι. Ως αποτυχημένος διαχειριστής της κρίσης που χτύπησε και την δική μου πόρτα. Και βεβαίως, θα ζητούσα και από τους υπαλλήλους μου να το κάνουν. Τι έκανα για να προστατεύσω τους καλύτερους από αυτούς; Τίποτα. Γιατί ποτέ δεν έκανα τίποτε άλλο, εκτός από κριτική στην Πολιτεία κάθε φορά που νομοθετούσε άστοχα στο χώρο μου. Πώς μπορώ, λοιπόν, τώρα να ζητήσω από τον άνεργο γονιό να συνεχίσει να πληρώνει τον μισθό κάποιου που μπήκε στο Πανεπιστήμιο από το παράθυρο, που –μεταξύ μας– μπορεί να τον έβαλα κι εγώ, και που πιστεύει (γιατί έτσι του έμαθα) ότι το κράτος θα πρέπει να τον πληρώνει μέχρι να συνταξιοδοτηθεί; Και μάλιστα, ανεξαρτήτως αποδόσεώς του; Τα ίδια πίστευαν και στην πρώην Σοβιετία, ξέρετε. Το κράτος, όμως, όπως όλες οι ενεργές οντότητες σε μια χώρα, υπόκειται και αυτό στο νόμο του εφικτού. Κανένα Σύνταγμα στον κόσμο δεν μπορεί να διατάξει την ανεργία να μειωθεί. Ο Δημόσιος τομέας που γνωρίζαμε, πέθανε.
Όπως ο Πολυνείκης, συνάδελφοι, τον οποίον εμείς, ως άλλοι Κρέοντες, αρνούμαστε να θάψουμε. Το δικό μας αφεντικό πτώχευσε. Δεν μπορώ να ζητήσω από την κοινωνία να εξακολουθεί να σηκώνει ένα βάρος που δεν μπορεί άλλο. Μπορεί αντικειμενικά το βάρος αυτό να μην είναι σχετικά μεγάλο σε σύγκριση με άλλους Δημόσιους τομείς στην Ευρώπη. Αυτοί, όμως, δεν πτωχεύσανε όπως εμείς, και πάντως το βάρος που μπορεί να σηκώσει κάποιος εξαρτάται από τις δικές του δυνάμεις και όχι από το πόσο αντικειμενικά βαρύ ή ελαφρύ είναι αυτό που καλείται να σηκώσει. Ο ελληνικός λαός δεν μπορεί, λοιπόν, να σηκώσει άλλο το βάρος αυτού του Δημοσίου, ημών περιλαμβανομένων. Τελεία και παύλα. Εμείς αυτό, πρέπει να το καταλάβουμε πρώτοι. Δεν θα μου ήταν ευχάριστο να στείλω στο πειθαρχικό κάποιον που θ’ αρνιόταν να απογραφεί, όταν θα γνώριζα ότι χάνει και τη δουλειά του από πάνω. Μην επιχειρείτε, όμως, να με παρουσιάσετε ως ανάλγητο, chers amis, vous n’avez pas le monopole du cœur (μτφ. Αγαπητοί φίλοι, δεν έχετετο μονοπώλιο τηςκαρδιάς), τα έχουμε πει αυτά!
Λίνα Παπαδοπούλου: Στο υποθετικό σενάριο: αν ήμουν Πρύτανης θα είχα φροντίσει να έχει ολοκληρωθεί η απογραφή και η αξιολόγηση δομών, υπηρεσιών και υπαλλήλων πολύ νωρίτερα, με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, και συνεπώς κανείς δεν θα απολυόταν, λόγω της μη απογραφής. Στο πραγματικό σενάριο: αν όντως δεν απογράφησαν κάποιοι εργαζόμενοι, τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι Πρυτάνεις, που δεν προνόησαν, καθώς και όσοι ‘καλοθελητές’, υπάλληλοι κομματικών συμφερόντων, τρομοκρατούσαν από μέσα τους εργαζομένους, λέγοντας πως όσοι απογραφούν εκείνοι και εντέλει θα απολυθούν.