Έχει σχέση ο λαϊκισμός με τις μεταρρυθμίσεις;

15.01.2014
  • Γραμματοσειρά
    - +
    K2_DOUBLE_INCREASE_FONT_SIZE
Ο Τάσος Γιαννίτσης δίνει συνέντευξη στο Στρασβούργο
Ο Τάσος Γιαννίτσης δίνει συνέντευξη στο Στρασβούργο © European Union 2003

Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι ουδέτερες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και την δομή μιας οικονομίας. Είναι μετασχηματισμοί που φέρουν πρόσημο, που έχουν κερδισμένους και χαμένους. Πολιτικά βιώσιμες μεταρρυθμίσεις είναι αυτές που είτε έχουν μικρό αριθμό χαμένων είτε αυτές στις οποίες οι πολλοί χαμένοι αποδέχονται το κόστος σήμερα προσδοκώντας σε υψηλά μελλοντικά κέρδη. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία στην Ελλάδα όπως αυτή έχει πραγματωθεί τα τελευταία χρόνια δεν είναι πολιτικά βιώσιμη.

 

 

 

 

Στην πρώτη περίπτωση με τους λίγους χαμένους εντάσσονται κυρίως μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών και πολιτικά φέρουν μικρό εκλογικό κόστος για την κυβέρνηση. Ο λόγος που αυτές δεν πραγματώνονται είναι γιατί οι μικρές ομάδες κατά κανόνα είναι καλύτερα οργανωμένες στην υποστήριξη των συμφερόντων τους, με αυξημένη πολιτική και οικονομική δύναμη. Στην ελληνική περίπτωση ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε λόγου χάρη  στην οργανωμένη εργασία, στους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα και τα «εξωφρενικά» τους προνόμια-επιδόματα που μας «οδήγησαν στην κρίση» ενώ οι εγχώριες επιχειρηματικές ελίτ ή οι υπερ-ρυθμισμένοι επαγγελματικοί κλάδοι έτυχαν ελάχιστης προσοχής διατηρώντας αρκετά από τα προνόμια τους. Το τελευταίο σε κάθε περίπτωση αντανακλά την διαφορά στην σχετική πολιτική δύναμη και αποτελεί λυδία λίθο όχι μόνο των συμφερόντων που οι οργανικοί «διανοούμενοι» του κεφαλαίου υπερασπίστηκαν αλλά κυρίως της κατεύθυνσης των μεταρρυθμίσεων που προωθούνται. Αυτές έχουν στον πυρήνα τους την κυριαρχία του πόλου του κεφαλαίου έναντι του πόλου της εργασίας. Η εν λόγω διεργασία στις χώρες του δυτικού καπιταλισμού συντελέστηκε τις δεκαετίες ‘70-‘80 και επισφραγίστηκε την δεκαετία του ‘90 με τις μεταβολές της πολιτικής ταυτότητας των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών και εργατικών κομμάτων.

 

Στην δεύτερη περίπτωση με τους πολλούς χαμένους εντάσσονται χαρακτηριστικά  αλλαγές όπως αυτές των εργασιακών σχέσεων ή των ορίων συνταξιοδότησης. Αυτές επιφέρουν σημαντικά κόστη στην μεγαλύτερη πλειοψηφία των πολιτών μιας χώρας και έχουν πολύ μεγάλο εκλογικό κόστος για την κυβέρνηση. Κατά κανόνα τέτοιες αλλαγές προωθούνται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, δικαιολογούμενες από το «έκτατο των συνθηκών», και οι πολιτικοί προσπαθούν να εξισορροπήσουν το μεγάλο κόστος που επιβάλλεται στους πολίτες με την καλλιέργεια προσδοκιών για σημαντικά κέρδη στο μέλλον. Η σχετική επιτυχία μιας τέτοιας πολιτικής εξαρτάται από την πειθώ των κυβερνόντων και από το πότε αυτά τα οφέλη θα γίνουν ορατά στους πολίτες.

Η αποτυχία της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικής που επιφύλασσε υψηλά κόστη για τους πολίτες σε μια περίοδο που κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τις τότε οικονομικές συνθήκες  και η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να πείσει για την αναγκαιότητα τους.

 

Η αποτυχία της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικής που επιφύλασσε υψηλά κόστη για τους πολίτες σε μια περίοδο που κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τις τότε οικονομικές συνθήκες  και η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να πείσει για την αναγκαιότητα τους. Μήνες πριν, οι εκλογές είχαν κερδηθεί στο πεδίο της οικονομίας με διαβεβαιώσεις για ένα ακόμα καλύτερο αύριο. Μια τέτοια πολιτική επιλογή που επέβαλλε υψηλά κόστη στους πολλούς σε περίοδο οικονομικής άνθησης δεν ήταν πολιτικά βιώσιμη, όπως και αποδείχθηκε. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις όπου κυβερνήσεις αποτυγχάνουν να καταστήσουν τα οφέλη μιας επίπονης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας ορατά στους πολλούς. Όσο τα πιθανά οφέλη καθυστερούν ή διευρύνουν αντί να μειώνουν τις ανισότητες (έρχονται για λίγους) τόσο τέτοιες πολιτικές επιλογές χάνουν τα στηρίγματα τους το ένα μετά το άλλο. Ακόμα όμως και όταν η υπέρβαση της κρίσης γίνει ορατή το γεγονός αυτό όχι απλά δεν αποτελεί κίνητρο για περαιτέρω αλλαγές ή επιτάχυνση τους αλλά αποτελεί επί της ουσίας αντικίνητρο για αυτές. Έτσι είναι δυνατόν να παρατηρηθούν εκτεταμένες αλλαγές από το αρχικό σχέδιο προϊόντος του χρόνου είτε και παλινδρόμηση στα ισχύοντα πριν από την κρίση.

 

Η μεταρρυθμιστική διαδικασία για να είναι πολιτικά βιώσιμη απαιτεί τόσο συναινέσεις όσο και σχέδιο. Η επιλογή της επιβολής υψηλότατου κόστους εμπεριέχει πάντοτε τον κίνδυνο το όποιο πιθανό όφελος από μια τέτοια κίνηση να αποδεχτεί μικρότερο του κόστους που επιφέρουν οι αντιδράσεις των θιγόμενων καθιστώντας αυτήν την επιλογή κοινωνικά και οικονομικά ασύμφορη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της διαθεσιμότητας των υπαλλήλων του ΕΜΠ και ΕΚΠΑ. Επιβλήθηκε ένα υψηλότατο κόστος σε ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων εξωθώντας τους στην ορθολογική επιλογή της απεργίας διαρκείας για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Η κυβέρνηση επιχείρησε να απαντήσει στην απεργία με διάφορους τρόπους. Πρώτον να αυξήσει το κόστος συμμετοχής σε ατομικό επίπεδο μέσω της οδού των πειθαρχικών συμβουλίων και της εκμηδένισης των πιθανοτήτων για επαναπρόσληψη και δευτερευόντως αυξάνοντας το πολιτικό κόστος για τους απεργούς μέσω της αυξημένης πίεσης από όσους θίγονταν από την απεργία. Στην πρώτη περίπτωση το κόστος της διαθεσιμότητας ήταν τόσο υψηλό που κατέστησε την λογική της αύξησης του ατομικού κόστους ατελέσφορη ενώ στην δεύτερη περίπτωση οι αντιδράσεις από τους άμεσα θιγόμενους της απεργίας δηλαδή τους φοιτητές ήταν μικρότερη του αναμενομένου.  Το τελευταίο μπορεί να εξηγηθεί ορθολογικά στο μέτρο που η υψηλή ανεργία και οι δυσοίωνες προοπτικές για την αγορά εργασίας έχουν σε μεγάλο βαθμό και για μεγάλο κομμάτι των φοιτητών αποσυνδέσει την λήψη του πτυχίου από την επαγγελματική αποκατάσταση. Έτσι το βασικό κίνητρο για την γρήγορη περάτωση των σπουδών αδυνατίζει στα πλαίσια των στρεβλώσεων που προκαλεί ένα υψηλό επίπεδο ανεργίας στην συμπεριφορά των ατόμων με αποτέλεσμα την χλιαρή αντίδραση στην απεργία. Το τελικό κόστος των μη λειτουργούντων πανεπιστημίων για μεγάλο χρονικό διάστημα αν και όχι άμεσα μετρήσιμο κατά πάσα πιθανότητα ήδη έχει υπερβεί το δημοσιονομικό όφελος της διαθεσιμότητας των υπαλλήλων σε αυτά.

 

Το βάρος μιας τέτοιας λανθασμένης πολιτικής επιλογής δεν  βαραίνει τον αντιδρώντα. Από τους απολυμένους εργαζομένους μέχρι τα σκληρά ολιγοπώλια η ορθολογική επιλογή όταν κάποιος υπόκειται σε κάποιο κόστος είναι η αντίδραση στην αλλαγή και η προσπάθεια υπεράσπισης των κεκτημένων. Η δυνατότητα μετακύλησης του κόστους συντήρησης του status quo σε αυτούς που είτε δεν έχουν αυξημένη πολιτική δύναμη είτε αδυνατούν να συνασπιστούν για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους αποτελεί επιπλέον κίνητρο για μαχητική αντίδραση. Στην ελληνική εκδοχή της κρίσης οι εργαζόμενοι έχουν δυσκολευτεί περισσότερο να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους γιατί η υψηλή ανεργία αδυνατίζει την διαπραγματευτική τους θέση και γιατί βρίσκονται αντιμέτωποι με μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενδυνάμωση του πόλου του κεφαλαίου. Από την άλλη τα ολιγοπώλια φαίνεται να διατηρούν την θέση τους ενώ ευνοούνται και από την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων. Αποτελούν τον αιμοδότη σε χρήμα πολιτικών κομμάτων και πολιτικών σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, απολαμβάνουν αυξημένη πολιτική, οικονομική και επικοινωνιακή δύναμη την οποία και ορθολογικά εξασκούν προς όφελος τους.

 

Το παραπάνω σχήμα μακροπρόθεσμα δεν είναι πολιτικά βιώσιμο στα δημοκρατικά καθεστώτα. Μια οικονομική κρίση ωριμάζει το θεσμικό πλαίσιο μιας κοινωνίας. Ο έλεγχος η διαφάνεια και η εξισορρόπηση των εξουσιών καθίστανται αιτήματα που πραγματώνονται μέσα από το δημοκρατικό παιχνίδι και αργά ή γρήγορα μια διαφορετική πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων αναδύεται. Αυτή σε πρώτο χρόνο έχει την απομείωση της οικονομικής και πολιτικής ισχύος των ομάδων ειδικών συμφερόντων, των «λίγων», έτσι ώστε σε δεύτερο χρόνο τα κέρδη από αυτή την διαδικασία να αποτελέσουν επαρκές αντιστάθμισμα στις απώλειες από τις αλλαγές που πλήττουν τους περισσότερους.

Δώστε το σχόλιο σας ...